κουροβορος

κουροβορος
    κουροβόρος
    κουρο-βόρος
    2
    пожирающий детей Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κουροβορος" в других словарях:

  • κουροβόρος — κουροβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, θυμο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • κουροβόρῳ — κουροβόρος devouring children masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… …   Dictionary of Greek

  • γυιοβόρος — γυιοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + βόρος (βλ. λ. βορά) (πρβλ. αιμοβόρος, κουροβόρος, κρεοβόρος)] …   Dictionary of Greek

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • πάχνη — Στερεό προϊόν της συμπύκνωσης των υδρατμών του αέρα, με απευθείας μετάβαση από την αέρια στη στερεά κατάσταση, υπό μορφή μορίων ή βελονών πάγου που επικάθονται στο έδαφος και στις διάφορες εκτεθειμένες στο ύπαιθρο επιφάνειας. Το φαινόμενο της π.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»